Η σύμβαση εργασίας είναι ένα ειδικό είδος σύμβασης που εξυπηρετεί συγκεκριμένους νομικούς και κοινωνικούς σκοπούς. Συνεπώς, διέπεται από τις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων, στην οποία όμως υπεισέρχονται ρητοί και εξυπακουόμενοι όροι για την προστασία κυρίως του αδύνατου μέρους, που είναι ο εργοδοτούμενος.
Η σύμβαση εργασίας αντικατοπτρίζει τη σημασία της εργασίας στη ζωή του ανθρώπου, με την οποία εξασφαλίζονται τα προς το ζην και η ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου.
Ο οικονομικός κλυδωνισμός των πλείστων εργοδοτών, συνεπεία της πανδημίας, αναπόφευκτα θα προκαλέσει ιδιαίτερη πίεση στις υφιστάμενες συμβάσεις εργασίας.
Οι απολύσεις και οι μειώσεις μισθών των εργαζομένων θα μονοπωλήσουν τις εργασιακές σχέσεις το επόμενο διάστημα.
Ξεκινώντας από το δραστικότερο μέτρο, τον τερματισμό μιας σύμβασης εργασίας, πρέπει να πούμε ότι για να είναι δικαιολογημένος, θα πρέπει να γίνει για λόγους πλεονασμού, στη βάση των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο εργοδότης. Διαφορετικά, θα πρόκειται για παράνομη απόλυση, που δίδει το δικαίωμα στον απολυθέντα να διεκδικήσει αποζημίωση. Διευκρινίζεται ότι απόλυση λόγω άρνησης του εργαζομένου να δώσει τη συγκατάθεσή του σε δυσμενή γι’ αυτόν τροποποίηση των όρων της σύμβασης εργασίας, αποτελεί παράνομη απόλυση.
Οποιαδήποτε απόλυση, που δεν εμπίπτει στο πλαίσιο του πλεονασμού, τεκμαίρεται ότι είναι παράνομη και το βάρος απόδειξης, για να αποδειχθεί ότι η απόλυση έγινε για έναν από τους λόγους που ρητώς αναφέρονται στο άρθρο 5 του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 και αφορούν τη συμπεριφορά του εργοδοτουμένου, φέρει ο εργοδότης.
Ως προς τις μειώσεις μισθών των εργαζομένων, θα πρέπει να πούμε ότι αφορούν τροποποίηση της υφιστάμενης σύμβασης εργασίας και επομένως αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση να υπάρχει η συγκατάθεση του εργοδοτουμένου.
Οποιαδήποτε μείωση μισθών, χωρίς τη συγκατάθεση του εργοδοτουμένου, αποτελεί παράβαση της σύμβασης εργασίας και δημιουργεί δικαίωμα στον επηρεαζόμενο εργοδοτούμενο να διεκδικήσει αποζημιώσεις (συνήθως στο ύψος της συνολικής απώλειας λόγω της αποκοπής).
Αν η αποκοπή του μισθού είναι σημαντική, τότε πρόκειται για σοβαρή παραβίαση της σύμβασης εργασίας, που δίδει επιπρόσθετο δικαίωμα στον εργοδοτούμενο (πέραν της διεκδίκησης αποζημιώσεων) να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας και να αποχωρήσει νόμιμα από την εργασία του. Σε αυτή την περίπτωση θα πρόκειται για εξαναγκασμό σε παραίτηση, που ισοδυναμεί με παράνομη απόλυση, με αποτέλεσμα ο εργοδοτούμενος να δικαιούται την ανάλογη αποζημίωση.
Η καθυστέρηση καταβολής του μισθού δεν μπορεί να θεωρηθεί σοβαρή παράβαση, αφού πρόθεση του εργοδότη είναι να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, παρά τις δυσκολίες που πιθανό να αντιμετωπίζει. Εδώ, η απώλεια εισοδήματος δεν είναι μόνιμη.
Σημειώνεται ότι δεν έχουν σχέση τα κίνητρα του εργοδότη, τα οποία μπορεί να αφορούν ακόμα και ύστατη προσπάθειά του για οικονομική επιβίωση. Η παράβαση των όρων της σύμβασης εργασίας αποφεύγεται μόνο με τη συγκατάθεση του εργοδοτουμένου στην τροποποίηση των όρων.
Εκτός από τη ρητή συγκατάθεση του εργοδοτουμένου στην τροποποίηση των όρων εργασίας του, η συγκατάθεση μπορεί να παρασχεθεί και μέσω της συμπεριφοράς του. Όταν ο εργοδοτούμενος συνεχίζει ανεπιφύλακτα να παρέχει την εργασία του για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, στη βάση των τροποποιημένων όρων, τότε υπάρχει σιωπηρή συγκατάθεση και απεμπόληση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και διεκδίκησης αποζημιώσεων. Αν, όμως, συνεχίζει να εργάζεται, εκφράζοντας ρητώς την επιφύλαξή του, διαφυλάσσει το δικαίωμά του σε αποζημιώσεις.
Στο επόμενο διάστημα κατά το οποίο θα βιώνουμε τις συνέπειες της πανδημίας, θα πρέπει να αποφευχθούν μονομερείς ενέργειες, που θα διαρρήξουν την σχέση πίστης και εμπιστοσύνης μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου. Η σχέση αυτή αποτελεί εξυπακουόμενο όρο σε κάθε σύμβαση εργασίας και ενέργειες που μπορεί να την διαρρήξουν αποτελούν παράβαση ουσιώδους όρου της, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων για το αθώο μέρος.
Η απαραίτητη σχέση πίστης και εμπιστοσύνης μπορεί να κλονιστεί σοβαρά με απειλές και εκβιασμούς για αποδοχή μισθολογικών μειώσεων. Ούτως ή άλλως, η συγκατάθεση που δίδεται υπό καθεστώς εξαναγκασμού και/ή ψυχικής πίεσης δεν αποτελεί έγκυρη συγκατάθεση.