Η βασική αρχή του δικαίου των συμβάσεων είναι ότι οι αναληφθείσες υποχρεώσεις, στο πλαίσιο έγκυρης σύμβασης, θα πρέπει να εκπληρώνονται (pacta sunt servant).
Εφόσον, όμως, η συνήθης σύμβαση αφορά σε υποχρεώσεις που τα συμβαλλόμενα μέρη θα κληθούν να εκπληρώσουν σε μελλοντικό χρόνο, υπάρχει το ενδεχόμενο να προκύψουν γεγονότα και καταστάσεις, που δεν είχαν προβλεφθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη, κατά το χρόνο συνομολόγησης της σύμβασης (όπως εν προκειμένω η πανδημία του κορωνοϊού).
Εάν, λοιπόν, ενώ υπάρχουν εκκρεμούσες συμβατικές υποχρεώσεις, μεσολαβήσουν εξαιρετικά και αναπάντεχα γεγονότα, τα οποία δεν ήταν προβλέψιμα και για τα οποία δεν υπάρχει σχετική πρόνοια στη σύμβαση, με αποτέλεσμα η σύμβαση να καθίσταται παράνομη ή αδύνατη ή ριζικά διαφοροποιημένη, τότε εφαρμόζεται η αρχή της ματαίωσης της σύμβασης.
Στο κυπριακό δίκαιο η αρχή της ματαίωσης αποτελεί αντικείμενου του άρθρου 56(2) του Περί Συμβάσεων Νόμου (ΚΕΦ. 149), σύμφωνα με το οποίο: «Σύμβαση προς τέλεση πράξης, η οποία μετά την κατάρτιση της σύμβασης καθίσταται αδύνατη, ή παράνομη λόγω γεγονότος το οποίο ο οφειλέτης δεν μπορούσε να αποτρέψει, καθίσταται άκυρη μόλις η πράξη καταστεί αδύνατη ή παράνομη.»
Σύμφωνα με τη νομολογία, γεγονότα που μπορούν να προκαλέσουν τη ματαίωση μιας σύμβασης είναι:
(α) Η καταστροφή ή εξαφάνιση του αντικειμένου της σύμβασης.
(β) Η εξαφάνιση του υποβάθρου της σύμβασης (του σκοπού της σύμβασης), με αποτέλεσμα η εκπλήρωσή της να αποτελεί ριζική διαφοροποίηση από την αρχική σύμβαση.
Συνεπώς, το πρώτο που πρέπει να γίνει είναι να διαπιστωθεί ποιο είναι το πραγματικό αντικείμενο και ο σκοπός της σύμβασης. Το δεύτερο είναι να εξεταστεί κατά πόσο το αναπάντεχο γεγονός που επισυνέβη (εν προκειμένω η πανδημία του κορωνοϊού και οι απαγορεύσεις που έχουν επιβληθεί) έχει καταστρέψει ή εξαφανίσει το αντικείμενο της σύμβασης ή κατέστησε αδύνατη την πραγμάτωση του σκοπού της σύμβασης.
Με άλλα λόγια, η νομολογιακή βάση της ματαίωσης μιας σύμβασης είναι ότι σαν αποτέλεσμα εξωτερικών γεγονότων η συνομολογηθείσα σύμβαση δεν μπορεί να εκπληρωθεί, γιατί έχει ριζικά διαφοροποιηθεί και σε περίπτωση μη ματαίωσης τα συμβαλλόμενα μέρη θα κληθούν να εφαρμόσουν μια ολότελα διαφορετική σύμβαση από την αρχική.
Το κατά πόσο μια σύμβαση έχει ριζικά διαφοροποιηθεί, και συνεπώς θα πρέπει να ματαιωθεί, είναι έργο του Δικαστηρίου, το οποίο θα αποφασίσει με αντικειμενικό κριτήριο το κατά πόσο το επιγενόμενο γεγονός κατέλυσε το θεμέλιο της σύμβασης.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το δόγμα της ματαίωσης εφαρμόζεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και σε πολύ στενά πλαίσια, ώστε να μη θίγεται ο πυρήνας της συνταγματικώς κατοχυρωμένης ελευθερίας του συμβάλλεσθαι. Συνεπεία αυτού, για να ενεργοποιηθεί η ματαίωση της σύμβασης θα πρέπει να μην υπάρχει σχετική πρόνοια στη σύμβαση που να ρυθμίζει την περίπτωση του συμβάντος, που ελλείψει πρόνοιας, θα επέφερε τη ματαίωσής της. Εν τούτοις, γενικές διατυπώσεις (του τύπου «σε κάθε περίπτωση» κ.λ.π.), που λεκτικά καλύπτουν κάθε ενδεχόμενο και κάθε συμβάν, δεν αρκούν για τη μη ενεργοποίηση της ματαίωσης, αν είναι σαφές ότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν είχαν κατά νου το συγκεκριμένο γεγονός ματαίωσης, κατά το χρόνο συνομολόγησης της σύμβασης.
Επιπλέον, θα πρέπει η επέλευση του γεγονότος της ματαίωσης να μην οφείλεται σε υπαιτιότητα ενός εκ των συμβαλλομένων (κάτι που προφανώς δεν ισχύει στην περίπτωση της παρούσας πανδημίας).
Τέλος, επίκληση του επιγενόμενου γεγονότος, με σκοπό τη ματαίωση μιας σύμβασης, δεν μπορεί να γίνεται από συμβαλλόμενο, ο οποίος θα μπορούσε να προβλέψει την επέλευσή του (π.χ. ένας επιδημιολόγος, με επίκληση τις συνέπειες της παρούσας πανδημίας, πιθανό να μην επιτύχει ματαίωση σύμβασης που συνήφθη όταν η εξάπλωση του κορωνοϊού ήταν στα πρώτα στάδια και δεν είχε ακόμα φτάσει στην Κύπρο).
Συνέπειες της ματαίωσης της σύμβασης
Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, το Δικαστήριο μπορεί να εφαρμόσει την αρχή της ματαίωσης, δηλαδή να τερματίσει τη σύμβαση, από τη στιγμή της επέλευσης του γεγονότος της ματαίωσης, με αποτέλεσμα τα συμβαλλόμενα μέρη να απαλλάσσονται από τις εκκρεμούσες συμβατικές υποχρεώσεις τους, ανεξάρτητα από τη βούληση των συμβαλλομένων μερών.
Τι γίνεται, όμως, με τυχόν πράξεις που έγιναν, ποσά που πληρώθηκαν και έξοδα που συσσωρεύτηκαν πριν την επέλευση του δικαστικού τερματισμού της σύμβασης;
Σε αυτές τις περιπτώσεις, στο κυπριακό δίκαιο των συμβάσεων, ενεργοποιείται το άρθρο 65 του Περί Συμβάσεων Νόμου, σύμφωνα με το οποίο: «Αν η σύμβαση καταστεί άκυρη, το πρόσωπο που προσπορίστηκε οποιοδήποτε όφελος δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας ή σύμβασης υποχρεούται να αποκαταστήσει το όφελος αυτό ή να καταβάλει αποζημίωση στο πρόσωπο από το οποίο προσπορίστηκε αυτό.»
Το ανωτέρω άρθρο δίνει την εξουσία στο δικαστήριο, σε περίπτωση ματαίωσης μιας σύμβασης, να διατάξει την αποκατάσταση του προσπορισθέντος οφέλους ή, εκεί που η αποκατάσταση δεν είναι εφικτή, την καταβολή αποζημίωσης στο συμβαλλόμενο μέρος από το οποίο το άλλο συμβαλλόμενο μέρος προσπορίστηκε όφελος.
Ανωτέρα βία
Η έννοια της «ανωτέρας βίας» είναι δημιούργημα του γαλλικού δικαίου και βρίσκει εφαρμογή στα ηπειρωτικά δίκαια, συμπεριλαμβανομένου του ελληνικού δικαίου, και χαρακτηρίζει γεγονότα εκτός του ελέγχου των συμβαλλομένων μερών.
Είναι, όμως, μια έννοια χωρίς σαφή νομική σημασία στο κοινοδίκαιο και κατ’ επέκταση στο κυπριακό δίκαιο.
Η εμβέλεια της έννοιας της «ανωτέρας βίας» εξετάστηκε στην υπόθεση Lebeaupin v. Richard Crispin and Co. (1920), όπου γεγονότα όπως πόλεμοι, πλημμύρες και πανδημίες θεωρήθηκαν ότι αποτελούν περιπτώσεις ανωτέρας βίας.
Η ενεργοποίηση του όρου της «ανωτέρας βίας», σε αντίθεση με την αρχή της ματαίωσης, δεν επιφέρει τον τερματισμό της σύμβασης, αλλά είναι ενδεχόμενο να προκαλεί είτε αναστολή των συμβατικών υποχρεώσεων ή παραχώρηση επιπλέον χρόνου για την εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων.
Υπάρχουν πολλών ειδών ρήτρες ανωτέρας βίας, όπως είναι οι ρήτρες εξαίρεσης και οι ρήτρες επέκτασης του χρόνου εκτέλεσης ή εναλλακτικού τρόπου εκτέλεσης, οι οποίες ενεργοποιούνται μετά την επέλευση γεγονότος, που ελλείψει της ρήτρας θα οδηγούσε σε παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων.
Σημειώνεται ότι ο συμβαλλόμενος που επικαλείται γεγονός ανωτέρας βίας θα πρέπει να έχει καταβάλει εύλογη προσπάθεια για να αντιμετωπίσει ή έστω περιορίσει τις συνέπειες του γεγονότος.
Συνεπώς, εν μέσω της παρούσας πανδημίας, συμβαλλόμενος που επικαλείται ανωτέρα βία επιδιώκει τη συνέχιση της σύμβασης, ενεργοποιώντας ενδεχομένως κάποιες εναλλακτικές επιλογές ή λύσεις, που θα την κρατήσουν εν ισχύ.
Ιδιαίτερη δυσχέρεια
Υπάρχουν περιπτώσεις που το επιγενόμενο γεγονός (εν προκειμένω η πανδημία του κορωνοϊού) μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν επιφέρει τη ματαίωση της σύμβασης (τερματισμό), αλλά δυσχεραίνει σημαντικά την εκπλήρωση των εκκρεμουσών συμβατικών υποχρεώσεων.
Σε τέτοια περίπτωση το δικαστήριο επιλέγει την ερμηνευτική οδό που δίδει «δίκαιη λύση» στο πρόβλημα που προέκυψε από το γεγονός το οποίο επισυνέβη. Αν πάλι η σύμβαση δεν αφήνει τέτοιο περιθώριο ερμηνείας, τότε μπορεί να επιλεγεί η λύση της ματαίωσης της σύμβασης.
(Ως βάση για την ανωτέρω ανάλυση αποτέλεσαν το βιβλίο «Η Σύμβαση στο Κυπριακό Δίκαιο – Θεωρία και Πράξη» του κ. Πολύβιου Πολυβίου και η σχετική νομολογία.)